- αλληλοεξυπηρετούμαι
- (ε) обслуживать друг друга
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλληλοεξυπηρετούμαι — ( έομαι) βλ. αλληλεξυπηρετούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + εξυπηρετώ ( ούμαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοεξυπηρέτηση] … Dictionary of Greek
αλληλοεξυπηρέτηση — η [αλληλοεξυπηρετούμαι] το να εξυπηρετεί ο ένας τον άλλον, η αμοιβαία εξυπηρέτηση … Dictionary of Greek